- κυσοδόχη
- κυσοδόχη, ἡ (Α)είδος ξύλινου δεσμού ή βασανιστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο-δόχη, καπνο-δόχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυσοδόχῃ — κυσοδόχη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσοχήνη — κυσοχήνη, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) κυσοδόχη* 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ευρυπρωκτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + χήνη (< θ. χην τού χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ χην α), πρβλ. κατα χήνη] … Dictionary of Greek